Λέξεις περίτεχνα συνδυασμένες για να δημιουργήσουν ένα δίστιχο με δεκαπεντασύλλαβο και ομοιοκαταληξία, που εκφράζει τα συναισθήματα, τις σκέψεις ή ακόμα και την καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού, είναι μια σύντομη περιγραφή της μαντινάδας. Για τους Κρητικούς οι μαντινάδες δεν είναι μόνο ένας ορισμός, μια συνήθεια, ή ένας τρόπος ψυχαγωγίας, είναι κάτι παραπάνω. «Μαντινάδα είναι η κραυγή που αφήνει μια ψυχή αρρενωπή αλλά εξαιρετικά ευαίσθητη: η Κρητική Ψυχή», ισχυριζόταν ο Νίκος Καζαντζάκης, εξηγώντας με τον καλύτερο τρόπο την σημασία της μαντινάδας για τους Κρήτες.
Επίσης, ο δικηγόρος, ποιητής, μαντιναδολόγος, Κωστής Καλλέργης, στο βιβλίο του «Μαντινάδες και τραγούδια της Κρήτης», προσπαθώντας να εξηγήσει την έννοια της μαντινάδας, αναφέρει ότι είναι «ο αυθεντικός τρόπος που εκφράζεται ο Κρητικός, τα συναισθήματα, που τα βιώνει δυνατά, αλλά και τα σκορπίζει απλόχερα…και είναι αποτέλεσμα στάσης ζωής και καθημερινής φιλοσοφικής εξάσκησης της συλλογιστικής του».
Η προέλευση της λέξης «μαντινάδα» λέγεται ότι είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λέξεις «μαντεύω» και «(κ)άδω». Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, η οποία είναι και η επικρατέστερη, μαντινάδα σημαίνει να τραγουδάς τις προφητείες. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η προέλευση της λέξης είναι εξελληνισμένος τύπος του ενετικού «mantinatta». Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται να μην έχει βάση, καθώς αυτός ο τρόπος επικοινωνίας των κατοίκων της Κρήτης, μέσω των μαντινάδων, υπήρχε και πριν την Ενετοκρατία.
Οι μαντινάδες σαφέστατα εξελίχθηκαν κατά την διάρκεια της ενετοκρατίας και μάλιστα οι Κρητικοί επηρεάστηκαν από τους Ενετούς ποιητές. Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των μικρών «ποιημάτων», ήταν και η μεγάλη απήχηση που είχε το αριστούργημα του Βιτσέτζου Κορνάρου «Ερωτόκριτος».
Ωστόσο, αναφορές για την ανάγκη των Κρητικών να επικοινωνούν μέσα από στίχους έχουμε και από τους αρχαίους χρόνους. Μάλιστα, ιστορικοί της εποχής αναφέρονται σε μάντεις Κρητικής καταγωγής (Επιμενίδης, Ιοφών) που έδιναν τους χρησμούς τους με ποιητική μορφή.
Κατά την αρχαιότητα (αλλά και μεταγενέστερα) χρησιμοποιούσαν τις μαντινάδες και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου. Έχουμε μάλιστα αναφορές που κάνουν λόγο για ομάδες αντρών, που έπειτα από γλέντι έκαναν καντάδα στις αγαπημένες τους, τραγουδώντας τους μαντινάδες. Επίσης, μαντινάδες συναντάμε και στα «Καταλόγια». Τα Καταλόγια βρίσκονται σε βυζαντινό χειρόγραφο του 15ου αιώνα και είναι βυζαντινά λαϊκά τραγούδια.
Οι μαντινάδες έχουν πλέον ταυτιστεί στην συνείδηση του κόσμου με την Κρήτη, καθώς είναι το μοναδικό μέρος που ακόμα παράγονται με αμείωτους ρυθμούς αυτά τα μικρά δίστιχα διαμαντάκια, που εκτός από την ψυχή εκείνων που τις δημιουργούν, κρύβουν μέσα τους και έναν ολόκληρο πολιτισμό, που έχει τις ρίζες του βαθιά μέσα στους αιώνες.
Στο κοντινό παρελθόν η πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού μπορούσε να εκφράσει την χαρά του, τον πόνο του, το παράπονο του, τις σκέψεις του, μέσα από μία μαντινάδα. Χρησιμοποιούσαν λέξεις μεστές, με κρητική ρίζα, και δημιουργούσαν ένα αυτοτελές μήνυμα προκειμένου να εκφραστεί. Σήμερα υπάρχουν ακόμα αρκετοί ριμαδόροι, κυρίως στην ενδοχώρα της Κρήτης, που βοηθούν στην μη εξαφάνιση αυτής της μορφής τέχνης.
Μαντινάδες μπορούν να ακουστούν σε συζητήσεις μεταξύ φίλων, σε γλέντια με την μορφή απαγγελίας αλλά και συνοδευόμενες από την αγαπημένη τους φίλη, την λύρα. Η μαντινάδα και η λύρα δένουν με ένα μαγικό τρόπο δίνοντας χαρά και παρηγοριά στους Κρητικούς και όχι μόνο που ακούν το τραγούδι τους. Όσο η μαντινάδα δίνει το μήνυμα της, η λύρα την συντροφεύει αρμονικά με τις νότες της…
«Ότι και να ‘χει ο Κρητικός με λόγια δεν το λέει,
με μαντινάδες χαίρεται, με μαντινάδες κλαίει»